ὀκνῶ — ὀκνέω shrink from pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀκνέω shrink from pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄκνῳ — ὄκνος shrinking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄκνωι — ὄκνῳ , ὄκνος shrinking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκνώ — ἀποκνῶ ( έω) (Α) [οκνώ] 1. αποφεύγω κάτι από φόβο, αναβάλλω από δειλία 2. διστάζω να κάνω κάτι, οπισθοχωρώ … Dictionary of Greek
διοκνώ — διοκνῶ ( έω) (Α) [οκνώ] φοβάμαι πάρα πολύ … Dictionary of Greek
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek
καθοκνώ — καθοκνῶ, έω (Μ) διστάζω, έχω ενδοιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀκνῶ, με αναλογική δάσυνση (πρβλ. μεθαύριον αντί *μεταύριον, από αναλογία προς το μεθ ἡμέραν)] … Dictionary of Greek
κατοκνώ — (ΑΜ κατοκνῶ, έω) δειλιάζω, διστάζω να κάνω κάτι από ατολμία ή από φόβο («μὴ κατόκνει μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι πρὸς τοὺς διδάσκειν τι χρήσιμον ἐπαγγελομένους», Ισοκρ.) μσν. (για διήγηση) εξελίσσομαι αργά, τραβώ σε μάκρος αρχ. είμαι νωθρός, αδρανώ… … Dictionary of Greek
μεταμελλησμός — μεταμελλησμός, ὁ (Α) γλωσσ. μέλλησις, όκνος, βραδύτητα, δισταγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μελλησμός «καθυστέρηση» (< μέλλω «διστάζω, οκνώ»)] … Dictionary of Greek
οκνείω — ὀκνείω (Α) (επικ. τ.) βλ. οκνώ … Dictionary of Greek