οκνώ

οκνώ
(Α ὀκνῶ, -έω και επικ. τ. ὀκνείω)
διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι
νεοελλ.
1. αμελώ να κάνω κάτι
2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης
αρχ.
1. είμαι αναποφάσιστος
2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός
3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ μητρὸς λέκτρον οὐκ ὀκνεῑν με δεῑ;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός». Ο τ. ὀκνείω, με έκταση για μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀκνῶ — ὀκνέω shrink from pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀκνέω shrink from pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνῳ — ὄκνος shrinking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνωι — ὄκνῳ , ὄκνος shrinking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκνώ — ἀποκνῶ ( έω) (Α) [οκνώ] 1. αποφεύγω κάτι από φόβο, αναβάλλω από δειλία 2. διστάζω να κάνω κάτι, οπισθοχωρώ …   Dictionary of Greek

  • διοκνώ — διοκνῶ ( έω) (Α) [οκνώ] φοβάμαι πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

  • καθοκνώ — καθοκνῶ, έω (Μ) διστάζω, έχω ενδοιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀκνῶ, με αναλογική δάσυνση (πρβλ. μεθαύριον αντί *μεταύριον, από αναλογία προς το μεθ ἡμέραν)] …   Dictionary of Greek

  • κατοκνώ — (ΑΜ κατοκνῶ, έω) δειλιάζω, διστάζω να κάνω κάτι από ατολμία ή από φόβο («μὴ κατόκνει μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι πρὸς τοὺς διδάσκειν τι χρήσιμον ἐπαγγελομένους», Ισοκρ.) μσν. (για διήγηση) εξελίσσομαι αργά, τραβώ σε μάκρος αρχ. είμαι νωθρός, αδρανώ… …   Dictionary of Greek

  • μεταμελλησμός — μεταμελλησμός, ὁ (Α) γλωσσ. μέλλησις, όκνος, βραδύτητα, δισταγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μελλησμός «καθυστέρηση» (< μέλλω «διστάζω, οκνώ»)] …   Dictionary of Greek

  • οκνείω — ὀκνείω (Α) (επικ. τ.) βλ. οκνώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”